Ναυπηγεία Σκαραμαγκά

Όταν το Σεπτέμβριο του 1956 υπογράφηκε η σύμβαση μεταξύ του ελληνικού δημοσίου και του Σταύρου Νιάρχου για το Ναυπηγείο Σκαραμαγκά, λίγοι γνώριζαν ότι η ίδρυση ενός σύγχρονου ναυπηγείου από το μηδέν, σε μια χώρα που δεν διέθετε ούτε τις κατάλληλες υποδομές ούτε και ειδικευμένο προσωπικό ή απαραίτητη τεχνογνωσία, ήταν το αποτέλεσμα μιας απόφασης του έλαβε ο Σταύρος Νιάρχος στο πλαίσιο του ανταγωνισμού του με τον Αριστοτέλη Ωνάση.

Με την σύμβαση αυτή, το δημόσιο παραχωρούσε το δικαίωμα και ο ανάδοχος αναλάμβανε την υποχρέωση να ιδρύσει και να λειτουργήσει εργοστάσιο πλοίων, σκαφών και κάθε πλωτού μέσου. Σε κάθε περίπτωση ο ανάδοχος έπρεπε να διαθέσει το ποσό των 8.630.000 δολαρίων, από τα οποία το ποσόν των 600.000 δολαρίων θα αποτελούσε το κεφάλαιο κίνησης. Τα πρώτα 30 χρόνια λειτουργίας τους (1956-1985) τα ναυπηγεία κατασκεύασαν επικερδώς 91 εμπορικά πλοία, ενώ στα επόμενα 30 χρόνια μόνο 4 και αυτά με μεγάλη ζημιά.

Φωτογραφία των εγκαταστάσεων των Ελληνικών Ναυπηγείων (Σκαραμαγκάς)
Φωτογραφίες: 1 - 2 - 3 - 4

Ιστορία του ναυπηγείου

Τα ναυπηγεία ιδρύθηκαν το 1937/1939 και το 1958 μεταβιβάστηκαν στον εφοπλιστή Σταύρο Νιάρχο, για την κατασκευή και συντήρηση των πλοίων, αλλά και τις μετασκευές των μεταχειρισμένων σκαφών που αγόραζε η ναυτιλιακή εταιρεία του.

Το ναυπηγείο ολοκληρώνει τον εξοπλισμό και τις εγκαταστάσεις του με την δημιουργία πλωτών δεξαμενών που χρησιμοποιούνται τόσο για κατασκευές νέων πλοίων, όσο και για επισκευές.

Η "ώριμη περίοδος" του ναυπηγείου, αφού λόγω της κρίσης του Σουέζ, αναλαμβάνει την ναυπήγηση μεγαλύτερων πλοίων που αντιακτέστησαν τα liberty, επεκτείνεται στις εγκαταστάσεις βιομηχανικού εξοπλισμού και στα πλοία του Πολεμικού Ναυτικού. Εκεί κατασκευάστηκε και η θαλαμηγός "Ατλαντίς" του ίδιου του Νιάρχου. του.

Το ναυπηγείο κρατικοποιείται και ξεκινά μία περίοδος κρίσης με πολλές αιτίες, όπως η μεγάλη ναυτιλιακή κριση και ο έντονος ανταγωνισμός. Οι προτάσεις εξυγίανσης δεν τελεσφορούν, ενω οι εργαζόμενοι ζητούν την κρατικοποίηση της επιχείρησης γιατί πιστεύουν πως έτσι διασφαλίζονται οι θέσεις εργασίας.

Το ναυπηγείο κλείνει και περνά στον έλεγχο του κράτους τον Σεπτέμβριο με την εξαγορά του από την ΕΤΒΑ. Η επιχείρηση προσπαθεί να επιβιώσει συνεργαζόμενη με την γερμανική Blohm + Voss για την κατασκευή φρεγατών και υποβρυχίων για το Πολεμικό Ναυτικό.

Επιλέγεται η «λύση» του 51% - 49% μετοχές ΕΤΒΑ και εργαζόμενοι αντίστοιχα. Οι Βρυξέλλες αποδέχονται το καινοφανές αυτό σχέδιο διάσωσης, επιβάλλοντας ωστόσο ιδιωτικό μάνατζμεντ.

Στο μεταξύ τα χρέη προς το Δημόσιο ανέρχονται σε 44 δισ. δραχμές, και η Κομισιόν πιέζει ζητώντας η μονάδα να λειτουργεί αποκλειστικά ως πολεμικό ναυπηγείο του Δημοσίου ή να ιδιωτικοποιηθεί. Η ΕΤΒΑ προχωρεί σε διεθνή διαγωνισμό και το μάνατζμεντ ανατίθεται στην αμερικανική Brown & Root με αμοιβή 550 εκατ. δρχ. συν 5% επί των κερδών του ναυπηγείου. Η Brown & Root εγκαταλείπει το ναυπηγείο το 1998.

Ο Σκαραμανγκάς περνά στη γερμανική HDW, η οποία στη συνέχεια για να διασωθεί εξαγοράζεται από την επίσης γερμανική Thyssen (2 Ιανουαρίου 2005). Η δύσκολη κατάσταση στην ευρωπαϊκή ναυπηγική υποχρεώνει την Thyssen Krupp να αποχωρήσει από τα ελληνικά ναυπηγεία και στα τέλη του 2009 ανακοινώνει την πρόθεσή της να τα πουλήσει.

Τα ναυπηγεία καταλήγουν στην Abu Dhabi Mar από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Η συμφωνία ολοκληρώνεται το Σεπτέμβρη του ίδιου έτους με την αναγνώριση της οφειλής περί τα 1.300.000.000 ευρώ του ελληνικού Δημοσίου προς τα ναυπηγεία, ποσό που αντιστοιχεί στις υποχρεώσεις του για την εκτέλεση των συμβάσεων για την κατασκευή και συντήρηση υποβρυχίων.

Οι ελληνικές αρχές αποστέλλουν στην ΕΝΑΕ ένταλμα εισπράξεως ύψους 523.000.000 ευρώ, το οποίο αντιστοιχούσε στο 80% περίπου του προς ανάκτηση ποσού που κρίθηκε ως παράνομη επιδότηση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Οι αρχές εκκινούν διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης κατά των περιουσιακών στοιχείων της ΕΝΑΕ που συνδέονταν με τις εμπορικές της δραστηριότητες, στο πλαίσιο της οποίας κατάσχουν δύο πλωτές δεξαμενές στις 21 Μαρτίου 2017. Στις 6 Φεβρουαρίου 2017 προβαίνουν και σε κατασχέσεις τραπεζικών λογαριασμών, ωστόσο, ελλείψει καταθέσεων, δεν ανακτήθηκε κανένα ποσό.

Η κυβέρνηση επιλέγει για τα ναυπηγεία τη λύση της ειδικής εκκαθάρισης, η οποία και αναλαμβάνει την πώληση του ενεργητικού των ναυπηγείων.

Δύο ξεχωριστοί διαγωνισμοί για την πώληση των εγκαταστάσεων για στρατιωτικές και εμπορικές δραστηριότητες κηρύσσονται άγονοι. Στον πρώτο κατατέθηκε μόνο μία προσφορά ύψους 15.100.000 ευρώ (και μία συμβολική ύψους 1 εκ), ενώ για το δεύτερο προβλεπόταν ελάχιστη τιμή πώλησης 55.000.000 ευρώ και δεν προσείλθε κανένας ενδιαφερόμενος.

Η εταιρεία «MILINA ENTERPRISES COMPANY LTD» συμφερόντων του Έλληνα πλοιοκτήτη, κ. Γεωργίου Προκοπίου καταθέτει τη μεγαλύτερη προσφορά και γίνεται κάτοχος του Σκαραμαγκά έναντι 25.200.000 ευρώ, ενώ κερδίζει και τον διαγωνισμό της ΕΤΑΔ για τη δεξαμενή 5 και τις προβλήτες 3 και 4 έναντι 37.300.000 ευρώ. Στα ποσά αυτά θα πρέπει να προστεθούν τα ποσά των νομιμοποιήσεων, που ανέρχονται σε 9.000.000 ευρώ, όπως και τα λοιπά στοιχεία που έχουν πωληθεί μέχρι στιγμής, ποσού 5.600.000 ευρώ.

Παρόλα αυτά το θρίλερ συνεχίζεται στα δικαστήρια με τον προηγούμενο ιδιοκτήτη (Ισκαντάρ Σάφα) και τον Δήμο Χαϊδαρίου, με το αίτημα του τελευταίου να ακυρωθεί η πώληση να απορρίπτεται από το ΣΤΕ.

Υπογράφεται η σύμβαση μεταβίβασης των Ναυπηγείων Σκαραμαγκά από τον ειδικό διαχειριστή των ναυπηγείων, Χριστόδουλο Σεφέρη, και τον εφοπλιστή Γιώργο Προκοπίου, επικεφαλής της Milina Enterprises.

Με βάση τον νόμο περί ειδικής διαχείρισης, η οποία τοποθετήθηκε στην επιχείρηση εξαιτίας χρεών που ξεπερνούσαν τα 750.000.000 ευρώ, ο νέος μέτοχος θα αναλάβει τα ναυπηγεία ελεύθερα υποχρεώσεων. Η κυβέρνηση αναμένεται να καταβάλει, όπως οφείλει, απόρροια σχετικής διαιτητικής απόφασης, 123.000.000 ευρώ στην ειδική διαχείριση των Ναυπηγείων Σκαραμαγκά, με τα οποία θα αποζημιωθεί το μεγαλύτερο μέρος των απαιτήσεων των εργαζομένων, οι οποίες αθροιστικά αγγίζουν τα 180.000.000.

Στις 12 Απριλίου 2023 υπογράφεται και το συμβόλαιο αγοραπωλησίας ακινήτου συνολικής έκτασης 332.137,34 τ.μ. στην περιοχή των Ναυπηγείων Σκαραμαγκά.

Ένα ελληνόκτητο δεξαμενόπλοιο μεταφοράς χημικών, το Alfa Sea της εταιρείας ΕΝΕΑ Management, γίννεται το πρώτο εμπορικό πλοίο που φτάνει στα ναυπηγεία Σκαραμαγκά για επισκευές, από το 2010 και μετά.

Οι εγκαταστάσεις του Σκαραμανγκά

Τα ναυπηγεία εκτείνονται σε χώρο 832.000 τμ, με 65.000 τμ από αυτά να είναι στεγασμένα. Διαθέτουν δύο μόνιμες δεξαμενές 500 και 250.000 τόνων, καθώς και τρεις μικρότερες πλωτές δεξαμενές (72.000, 60.000 και 36.000 τόνοι), όπως και κεκλιμένη ναυπηγική κλίνη για την καθέλκυση πλοίων ή τμημάτων αυτών. Επίσης, είναι εξοπλισμένα κυρίως με μηχανήματα τεχνολογίας CNC (Telerex) και οπτικής εργασίας (φωτοκύτταρο).

Ο νέος ιδιοκτήτης των ναυπηγείων θα πρέπει να καταβάλει πρόστιμα 8.800.000 ευρώ για την τακτοποίηση των –μέχρι σήμερα αυθαιρέτων– κτισμάτων, καθώς τα ναυπηγεία λειτουργούσαν επί δεκαετίες χωρίς να διαθέτουν τις απαραίτητες οικοδομικές άδειες! Θα πρέπει επίσης να καταβάλει 1.000.000 ευρώ για την έκδοση άδειας πυρασφάλειας, να πληρώσει 10.000.000 ευρώ για τις απολύτως απαραίτητες επισκευές και συντηρήσεις μηχανημάτων και εξοπλισμού που έχουν μείνει ασυντήρητα εδώ και 10 χρόνια.

Τα σημαντικότερα προβλήματα των εγκαταστάσεων εστιάζονται σε:

  • Δεξαμενή Νο 5 - κατασκευή της δεκαετίας του 1970: Αντιμετωπίζει τρεις πολύ σοβαρές αστοχίες που την καθιστούν μη λειτουργική και μη επισκευάσιμη με οικονομικοτεχνικά κριτήρια. Διαθέτει χωρητικότητα 500.000 τόνων και οι απαιτούμενες επισκευές εκτιμώνται σε άνω των 40.000.000 ευρώ
  • Δεξαμενή Νο 4 - κατασκευή της δεκαετίας του 1960: Λειτουργεί οριακά, καθώς αντιμετωπίζει προβλήματα στεγανότητας σε διάφορα σημεία της
  • Μία ναυπηγική κλίνη ανέγερσης νέων πλοίων: Έχει να χρησιμοποιηθεί αρκετές δεκαετίες και αντιμετωπίζει πολύ σοβαρά προβλήματα διάβρωσης
  • Ανυψωτική εγκατάσταση υποβρυχίων και μικρών σκαφών (Ship Lift): Κατασκευάστηκε τη δεκατία του 2000, αντιμετωπίζει τεχνικά προβλήματα αυτοματισμών, τα οποία μειώνουν σημαντικά την παραγωγικότητα της και σε ορισμένες περιπτώσεις θέτουν σε κίνδυνο τις προς ανύψωση κατασκευές. Επίσης δεν έχει άδεια νομιμοποίησης (αυθαίρετο)
  • Υποσταθμός υψηλής τάσης: Το κόστος αποκατάστασης εκτιμάται σε 4.000.000 ευρώ

Άλλα προβληματα περιλαμβάνουν:

  • Το σύστημα αμμοβολής λειτουργεί χωρίς ανακύκλωση προϊόντων αμμοβολής, που έχει οδηγήσει στη συσσώρευση μεγάλων ποσοτήτων χρησιμοποιημένων υλικών αμμοβολής σε διάφορα σημεία
  • Το βαρύ ελασματουργείο, το ελαφρύ ελασματουργείο, το σωληνουργείο, το μηχανουργείο και το συνεργείο προκατασκευής στεγάζονται σε πεπαλαιωμένα κτίρια με παρωχημένο εξοπλισμό, ακόμα και της δεκαετίας του 1940 και 1950
  • Στο ναυπηγείο δεν υπάρχει ίχνος αυτοματοποιημένης παραγωγής, ενώ συστήματα που πιθανόν να υποστήριζαν κάτι τέτοιο βρίσκονται σε αχρηστία
  • Οι γερανοί του συγκροτήματος αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα και κάποιοι έχουν υποστεί ανεπανόρθωτες βλάβες και πρέπει να απομακρυνθούν, ενώ οι υπόλοιποι στερούνται προγραμματισμένων συντηρήσεων και πιστοποιήσεων
  • Σημαντικά προβλήματα παρατηρούνται στα συστήματα πληροφορικής και μηχανοργάνωσης, τα οποία σε επίπεδο υλικού (Hardware) απαριθμούν αρκετές δεκαετίες στη πλάτη τους, ενώ σε επίπεδο λογισμικού, είτε δεν έχουν ανανεωθεί οι άδειες λειτουργίας, είτε χρησιμοποιούνται παρωχημένα πλέον προγράμματα
  • Το ναυπηγείο στερείται οργανωμένου τμήματος έρευνας και ανάπτυξης, καθώς και τμήμα μελέτης και σχεδίασης νέων κατασκευών
  • Στο χώρο της ΕΤΑΔ δίπλα από τη δεξαμενή 5 έχει κατασκευαστεί και λειτουργεί hot spot προσφύγων, το οποίο πρέπει να μετεγκατασταθεί

Σε κάθε περίπτωση, για τα ναυπηγεία θα χρειασθούν επενδύσεις ύψους 30-35.000.000 ευρώ σε νέο εξοπλισμό προκειμένου να αποκατασταθούν στοιχειωδώς οι λειτουργίες του ναυπηγείου ως προς τις επισκευές πλοίων. Για την ναυπήγηση νέων σκαφών θα απαιτηθούν συνολικά κεφάλαια 3,5 με 4 φορές μεγαλύτερα από το ποσό αυτό.

Μείζονα προγράμματα

Από την αρχή της λειτουργίας τους, τα ναυπηγεία έχουν εκτελέσει εργασίες σε πάνω από 9.000 πλοία, μεταξύ των οποίων πλοία του 6ου Αμερικανικού Στόλου και Superfast Ferries. Το τελευταίο μεγάλο επίτευγμα των ναυπηγείων ήταν η κατασκευή του Επιβατηγού/Οχηματαγωγού πλοίου Νήσος Μύκονος, που παραδόθηκε το 2005 στην ελληνική ακτοπλοϊκή εταιρία Hellenic Seaways. Επίσης ανέλαβε την κατασκευή τρένων, όπως και ανακατασκευές πολλών παλαιών κλιναμαξών για τον ΟΣΕ και τον ΗΣΑΠ (Μετρό), προγράμματα που ολοκληρώθηκαν με πολυετείς καθυστερήσεις.

Ανάμεσα στα κορυφαία προγράμματα των ναυπηγείων ήταν η παραγωγή των φρεγατών ΜΕΚΟ 200ΗΝ - κλάση "Ύδρα", όταν τρία από τα τέσσερα πλοία που παραγγέλθηκαν κατασκευάστηκαν εκεί και παραδόθηκαν τα έτη 1992-1994. Η συνεργασία με την γερμανική εταιρεία Blohm + Voss συνεχίστηκε με την κατασκευή των υποβρυχίων τύπου 214 και την αναβάθμιση των παλαιότερων υποβρυχίων τύπου 209 (πρόγραμμα Neptune).

Αξίζει να σημειωθεί ότι η εκκίνηση του προγράμματος Neptune II περιέλαβε εκτεταμένες εργασίες αναβάθμισης του «Ωκεανός», το κύτος του οποίου κόπηκε στη μέση για να προστεθεί ένα νέο τμήμα με τις κυψέλες αναεροβίου προώσεως του συστήματος ΑΙΡ. Κατόπιν, το υποβρύχιο επανασυγκολλήθηκε και αλλάχτηκε ο πυργίσκος του, με αποτέλεσμα σήμερα το παλαιό σε ηλικία υποβρύχιο να είναι σχεδόν εφάμιλλο από επιχειρησιακής πλευράς με τα υπόλοιπα τέσσερα υποβρύχια Type-214 ΑΙΡ. Το πρόγραμμα τελικά εγκαταλείφθηκε για μη επιχειρησιακούς λόγους. Στις εγκαταστάσεις της ΕΝΑΕ εκσυγχρονίστηκαν και οι ολλανδικές φρεγάτες Standard.

Με την απόφαση για ναυπήγηση των νέων φρεγατών FDI HN στη Γαλλία, το μοναδικό εξοπλιστικό πρόγραμμα του Πολεμικού Ναυτικού που μπορεί να ανατεθεί στα ελληνικά ναυπηγία είναι ο εκσυγχρονισμός των 4 ΜΕΚΟ-200ΗΝ, εάν αυτός τελικά πραγματοποιηθεί.

Τον ιούλιο 2002 αποφασίστηκε η οικονομική ενίσχυση των Ναυπηγείων Σκαραμαγκά με 10.300.000 ευρώ για την ολοκλήρωση των ανακατασκευών στα υποβρύχια «Πιπίνος», «Ματρώζος», «Κατσώνης» και «Ωκεανός».

Δικαστικές αποφάσεις

Στις 24 Ιουλίου 2020 το Διεθνές Κέντρο Επίλυσης Επενδυτικών Διαφορών (ICSID) της Παγκόσμιας Τράπεζας εξέδωσε απόφαση κατά του ελληνικού δημοσίου και κάλεσε τους διαδίκους σε ακρόαση προκειμένου να καθορισθεί το ποσό που θα καταβληθεί ως αποζημίωση. Οι αδελφοί Safa προσέφυγαν στο ICSID το 2016, υποστηρίζοντας ότι το Δημόσιο παραβίασε προβλέψεις της διμερούς συμφωνίας που υπεγράφη το 1997 μεταξύ Ελλάδας και Λιβάνου για την προστασία των επενδύσεων.

Αναμένεται επίσης εντός του 2022 η έκδοση απόφασης του Διεθνούς Διαιτητικού Δικαστηρίου (ICC) για την προσφυγή του ελληνικού Δημοσίου κατά των Ναυπηγείων Σκαραμαγκά και της Privinvest. Με δεδομένο όμως ότι τον Οκτώβριο του 2017 το ICC επιδίκασε αποζημίωση 180.000.000 ευρώ συν τόκους στην πλευρά του Iskandar Safa και των ΕΝΑΕ, αποφαινόμενο πως το Δημόσιο δεν εκπλήρωσε συμβατικές του υποχρεώσεις, εκτιμάται ότι είναι μάλλον απίθανο η δεύτερη απόφαση που θα εκδοθεί από το ίδιο δικαστήριο, αφορώντας ουσιαστικά το ίδιο θέμα, να διαφοροποιείται αισθητά.

Επομένως, τα ναυπηγεία θα πωληθούν μεν από την ειδική διαχείριση, που τοποθετήθηκε από το Δημόσιο για την ανάκτηση κρατικών επιδοτήσεων που η ΕΕ έκρινε παράνομες, πλην όμως θα μείνουν αξιώσεις εκατέρωθεν μεταξύ Δημοσίου και προηγούμενης ιδιοκτησίας. Υπενθυμίζεται ότι η Κομισιόν έχει κρίνει ως παράνομες τις επιδοτήσεις ύψους 539.000.000 ευρώ από το ελληνικό δημόσιο προς τα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά, αλλά συμφώνησε "για να μην κινδυνεύσουν οι στρατιωτικές δραστηριότητες της ΕΝΑΕ", να παραιτηθεί απο την διεκδίκηση επιστροφής του προστίμου υπο τους εξής όρους:

  • Να μην ασκήσει η ΕΝΑΕ καμία "μη στρατιωτική" δραστηριότητα στα επόμενα 15 χρόνια, δηλαδή να κατασκευάζει και να επισκευάζει μόνο πολεμικά πλοία
  • Να εγκαταλείψει τις εγκαταστάσεις που της έχουν παραχωρηθεί και δεν είναι αναγκαία για τις στρατιωτικές της δραστηριότητες
  • Να πουλήσει τα περιουσιακά στοιχεία που δεν σχετίζονται με ναυπηγήσεις πολεμικών πλοίων και το ποσόν που θα συγκεντρωθεί να κατευθυνθεί αποκλειστικά στην αποπληρωμή των παράνομων ενισχύσεων
  • Ελλάδα και ΕΝΑΕ να εγκαταλείψουν σειρά εγγυήσεων τις οποίες η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε κρίνει ασυμβίβαστες με απόφαση του 2008
  • η Ελλάδα να υποβάλλει κάθε χρόνο έκθεση ότι τηρείται η συμφωνία

Σαν να μην έφταναν οι διεθνείς περιπέτειες, ο Δήμος Χαϊδαρίου κατέφυγε στο Συμβούλιο της Επικρατείας και ζήτησε την ακύρωση των δύο διαγωνισμών, υποστηρίζοντας ότι η πώληση της Προβλήτας 4 του Σκαραμαγκά δεν είναι νόμιμη, επειδή αποτελεί ζώνη παραλίας και αιγιαλού και πρέπει να διασφαλίζεται σε κάθε περίπτωση ο κοινόχρηστος χαρακτήρας της και η ελεύθερη πρόσβαση των πολιτών σε αυτήν. Επιπρόσθετα, ο δήμος κατέθεσε αίτηση ακύρωσης του διαγωνισμού που έκανε η Ειδική Διαχείριση του στρατιωτικού τμήματος των ναυπηγείων, υποστηρίζοντας ότι σε αυτόν περιλήφθηκαν τμήματα ακινήτων που ανήκουν στον Δήμο Χαϊδαρίου. Στις 23 Μαίου 2022, η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας αποφάνθηκε ότι είναι αναρμόδια να επιλύσει τη διένεξη και απέρριψε την αίτηση του Δήμου Χαϊδαρίου. Το Νοέμβριο 2022 δημσιεύτηκαν οι υπ' αριθμ. 2375 και 2376/2022 αποφάσεις, βάζοντας τέλος στα εμπόδια μεταβίβασης των Ναυπηγείων Σκαραμαγκά.

Από την άλλη πλευρά, σε συνέντευξή του στη γαλλική εφημερίδα La TRIBUNE, ο Γαλλολιβανέζος δισεκατομμυριούχος Ισκαντάρ αναφέρθηκε σε απόφαση του Αρείου Πάγου, που στις 23 Φεβρουαρίου 2022 επιβεβαίωσε τις καταδίκες του ελληνικού κράτους σε ελληνικές και διεθνείς διαδικασίες και κυρίως ότι το τελευταίο δεν μπορούσε να τις εφεσιβάλλει, και ζήτησε την επιστροφή των ναυπηγείων «στο καθεστώς που βρισκόταν πριν την παράνομη απαλλοτρίωση τους το 2017», μαζί με την καταβολή 250.000.000 ευρώ πλέον τόκων, την επανεργοποίηση της σύμβασης για την κατασκευή δύο υποβρυχίων Type 214 αξίας περίπου 850.000.000 ευρώ (τιμή 2010 που θα αναθεωρηθεί), την αναβάθμιση δύο επιπλέον υποβρυχίων Type 209 και την ανάληψη του προγράμματος εκσυγχρονισμού των ΜΕΚΟ.

Ο αποτυχημένος διαγωνισμός του 2020

Το 2020 ξεκίνησε νέα πρόσπάθεια πώλησης των ναυπηγείων, ενόψη του προγράμματος προμήθειας 4 νέων φρεγατών και εκσυγχρονισμού των 4 φρεγατών ΜΕΚΟ 200ΗΝ. Επισήμως, το ενδιαφέρον τους εξέφρασαν δυο επενδυτές: ο όμιλος ONEX του Πάνου Ξενοκώστα που ελέγχει τα ναυπηγεία Σύρου και εμπλέκεται ήδη στα ναυπηγεία Ελευσίνας, αι ο πολυσχιδής επιχειρηματικός όμιλος North Star του Έλληνα εφοπλιστή Θεόφιλου Πριόβολου. Ο όμιλος ONEX υποστήριξε ότι κατέχοντας τα τρία ναυπηγεία (Νεώριο, Ελευσίνα και Σκαραμαγκά) δημιουργεί ένα ισχυρό hub ναυπηγοεπισκευαστικής δραστηριότητας, το οποίο όμως θα ασχοληθεί και με τη ναυπήγηση πολεμικών πλοίων. Μαζί του ο όμιλος ONEX υποστήριξε ότι έχει τα κεφάλαια της αμερικανικής αναπτυξιακής τράπεζας DFC, καθώς οι αμερικανοί ενδιαφέρονται και για γεωπολιτικούς λόγους για τον ναυπηγικό τομέα στην Ελλάδα επιδιώκωντας να βάλουν ένα φρένο στην κινεζική επέκταση μέσω Cosco αλλά και να διασφαλίσουν την τεχνική στήριξη των πολεμικών τους πλοίων στην Ανατολική Μεσόγειο αλλά και των ενεργειακών τους σχεδίων.

Από την άλλη πλευρά ο όμιλος North Star αποφάσισε να εκδηλώσει ενδιαφέρον συμμετοχής στον ανεξάρτητο πλειοδοτικό διαγωνισμό του ειδικού διαχειριστή της ΕΝΑΕ (Ναυπηγεία Σκαραμαγκά), δια της εταιρείας του Pyletech Shipyards (μέλους της Pyletech Technologies).

Ο Ειδικός Διαχειριστής της ΕΝΑΕ ανακοίνωσε την Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2020 ότι υποβλήθηκαν δύο (2) προσφορές, μία από την εταιρεία Pyletech ύψους 15.100.000 ευρώ και μία από την εταιρεία Onex ύψους 1.000.000 ευρώ. Με δημόσια δήλωσή της η εταιρεία Οnex παραδέχθηκε ότι υπέβαλε «συμβολικού χαρακτήρα» προσφορά με σκοπό όχι να πλειοδοτήσει στη διαδικασία εκποίησης των περιουσιακών στοιχείων της ΕΝΑΕ αλλά μόνο για να διατηρήσει το «έννομο δικαίωμα παρακολούθησης και επέμβασης στη διαδικασία, όπου και όταν αυτό απαιτηθεί». Στις 29/12/2020, ο διαγωνισμός κηρύχθηκε άγονος, καθώς οι πιστωτές – μέτοχοι απέρριψαν την προσφορά. Πηγές του υπουργείου Οικονομικών αξίωναν περίπου 80.000.000 ευρώ.

Παράλληλα, ο δεύτερος διαγωνισμός που διενεργείται από την ΕΤΑΔ και ολοκληρώθηκε στις 5 Φεβρουαρίου 2021 αποδείχθηκε άγονος καθώς δεν κατατέθηκε καμία πρόταση εξαγοράς. Ο διαγωνισμός αφορούσε στα υπόλοιπα 300 περίπου γειτνιάζοντα στρέμματα, που περιλαμβάνουν και την κτιστή δεξαμενή Νο5 και προέβλεπε ελάχιστο τίμημα το ποσό των 55.000.000 ευρώ.

Συζήτηση στο forum

Ηλεκτρολόγος Δημήτρης Ανθής