Ραντάρ πυροβολικού
Τα συστήματα αντιπυροβολικού είναι ραντάρ με δυνατότητα παρακολούθησης πυρών πυροβολικού όπως βλήματα καμπύλης τροχιάς (πυροβολικού και όλμων) και ρουκετών και υπολογισμό της θέσης εκτόξευσης για την παροχή συντεταγμένων στο φίλιο πυροβολικό και την παροχή πυρών αντιπυροβολικού με σκοπό να πλήξει και να καταστρέψει το εχθρικό πυροβολικό.
Η ύπαρξη ενός τέτοιου κινδύνου αντιμετωπίζεται με τη γρήγορη μετακίνηση σε νέα θέση, γι’ αυτό και όλα τα συστήματα του πυροβολικού για να μπορούν να επιβιώσουν σε ένα σύγχρονο πεδίο μάχης πρέπει να είναι σε θέση να χρησιμοποιήσουν τη μέθοδο «Βάλω και μετακινούμαι». Η σύγχρονη τάση στα ραντάρ αντιπυροβολικού είναι ραντάρ τεχνολογίας AESA νιτριδίου του γαλίου πολλαπλών χρήσεων μεγάλης εμβέλειας που μπορούν να έχουν χρήση αντιαεροπορική, αντιπυραυλική και αντιπυροβολικού, όπως είναι το AN/TPS-80 G/ATOR της Northrop Grumman και το EL/M-2084 MMR της IAI ELTA.
ΤΥΠΟΣ | ΜΟΝΑΔΕΣ | ΣΧΟΛΙΑ |
---|---|---|
AN/TPQ-37(v)3 FireFinder | 8 | [1] |
Firefinder AN/TPQ-36(v)7 FireFinder | 10 | [2] |
ARTHUR ModB | 3 | [3] |
Ραντάρ επιτήρησης εδάφους | ||
Stendor | 10 | |
BOR A-550 | 20 | Φέρονται σε M-1118-2GR HMMWV |
MARGOT XXL | 10 | Φέρονται σε M-1118-2GR HMMWV |
CASTA-2E1 | 3 | |
Vaisala | 1 | Σύστημα μέτρησης μετεωρολογικών δεδομένων |
[1] Το AN/TPQ-37 Firefinder είναι το έτερο κομμάτι του συστήματος Firefinder και χρησιμοποιείται για μεγαλύτερες αποστάσεις, ως 50 χλμ για πολλαπλούς εκτοξευτές ρουκετών και 30 χλμ για πυρομαχικά πυροβολικού. Τα AN/TPQ-36 και AN/TPQ-37 παρουσιάζουν πάρα πολλές ομοιότητες στα επιχειρησιακά χαρακτηριστικά, στις διαδικασίες συντήρησης και τεχνικής υποστήριξης και στις διαδικασίες έρευνας και εντοπισμού. Το σύστημα σε ελληνική υπηρεσία αποτελείται από δύο οχήματα και ένα ρυμουλκούμενο που φέρει την κεραία του ραντάρ. Χρειάζονται 30 λεπτά για να ταχθεί το σύστημα σε πλήρη λειτουργία και υπηρετείται από 12 άτομα.
Το AN/TPQ-37 v3 Firefinder μπήκε σε ελληνική υπηρεσία το 1997, με διακρατική σύμβαση για την προμήθεια δύο συστημάτων, ενώ στις 10 Νοεμβρίου 1997 το ΑΣΣ γνωμοδότησε για την αγορά άλλων έξι ίδιων συστημάτων. Η σύμβαση υπογράφηκε στις 29 Φεβρουαρίου 2000 (ύψους 108.780.000. δολαρίων), όμως κατά τις δοκιμές των δύο πρώτων συστημάτων υπήρξαν μεγάλες αποκλήσεις ως προς τα επιχειρησιακά χαρακτηριστικά του συστήματος, αλλά και τις επιπλέον ελληνικές απαιτήσεις (ενσωμάτωση του ΣΤΕΕΠ ΔΙΑΣ και υποστήριξη των ψηφιακών χαρτών της ΓΥΣ).
Τα TPQ-37 της έκδοσης (V)3 Firefinder θα μπορούσαν να αναβαθμιστούν, καθώς έχουν αναπτυχθεί νεότερες εκδόσεις, όπως η AN/TPQ-36(V)6 Firefinder και η πλέον προηγμένη έκδοση AN/TPQ-37(V)8 Firefinder ή Firefinder Block I Material Change (FF Block I MC). Οι βελτιώσεις των νεώτερων συστημάτων επικεντρώνονται στη μείωση του ολικού βάρους του συστήματος, τον περιορισμό του χρόνου ανάπτυξης και σύμπτυξής του, τη βελτιωμένη και ταχύτερη διαχείρηση των δεδομένων, τη δυνατότητα χειρισμού της κεραίας από απόσταση 100 μέτρων αντί των 50, αύξηση της δυνατότητας ακριβούς εντοπισμού των εχθρικών μέσων πυροβολικού, ενσωμάτωση βελτιωμένων ηλεκτρονικών αντιμέτρων κλπ.
[2] Το AN/TPQ-36 είναι προϊόν συνεργασίας της γαλλικής Thales και της αμερικανικής Raytheon που αναπτύχθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και τέθηκε σε υπηρεσία τον Ιανουάριο του 1985. Το σύστημα μπορεί να εντοπίσει και να καταγράψει τη θέση έως και 10 διαφορετικών μέσων πυροβολικού σε ελάχιστα δευτερόλεπτα και σε μέγιστη απόσταση έως και 24 χιλιόμετρα για πολλαπλούς εκτοξευτές ρουκετών ή 18 χιλιόμετρα για βλήματα πυροβολικού, ενώ μπορεί να αποθηκεύσει δεδομένα για 99 στόχους. Στη συνέχεια, τα στοιχεία διαβιβάζονται στα φίλια μέσα πυροβολικού που εκτελούν βολές για την εξουδετέρωση του εχθρικού πυροβολικού. Επίσης, μπορεί να χρησιμεύσει και ως σύστημα διόρθωσης φίλιων πυρών πυροβολικού. Το κέντρο επιχειρησιακού ελέγχου μπορεί να βρίσκεται σε απόσταση μέχρι πενήντα μέτρα από τη μονάδα ραντάρ διασφαλίζοντας έτσι υψηλότερη επιβιωσημότητα για το πλήρωμα του συστήματος, ενώ υπηρετείται από επτά άτομα.
Τα AN/TPQ-36(v)3 FireFinder αποκτήθηκαν κατά τη δεκαετία του 1990. Τα δύο πρώτα AN/TPQ-37(v)3 αγοράστηκαν τον Μάιο του 1996, ενώ τα υπόλοιπα έξι αγοράστηκαν τον Φεβρουάριο του 2000 έναντι 108.779.000 δολαρίων. Στο συμβόλαιο αγοράς των τελευταίων προβλεπόταν και η αναβάθμιση των δύο πρώτων συστημάτων στο επίπεδο AN/TPQ-37(v)7. Σήμερα, η νεότερη έκδοση του AN/TPQ-36 είναι η (v)10 με βελτιωμένες επιδόσεις, μεγαλύτερη υπολογιστική ισχύ, χαμηλότερο κόστος λειτουργίας και αυξημένη μέγιστη εμβέλεια εντοπισμού κατά 50% τουλάχιστον.
[3] Τα ARTHUR Mod.B αγοράστηκαν το Φεβρουάριο του 2002 έναντι 54.901.475 δολαρίων. Τα δύο πρώτα παραλήφθησαν το Νοέμβριο του 2004, ενώ το τρίτο, το οποίο συναρμολογήθηκε στην Ελλάδα από την Intracom, παραδόθηκε το Δεκέμβριο του ίδιου έτους. Το δικαίωμα προαίρεσης για έξι επιπλέον ραντάρ που προέβλεπε η αρχική σύμβαση δεν ενεργοποιήθηκε. Τα ραντάρ αποκτήθηκαν στο πλαίσιο των αντισταθμιστικών αγορών που ανέλαβε να εκπληρώσει η Ελλάδα έναντι της Κύπρου, μετά τη συμφωνία μετεγκατάστασης των S-300 PMU-1 από την Κύπρο στην Ελλάδα. Ωστόσο, για πολιτικούς λόγους, αποφασίστηκε τα ραντάρ να παραμείνουν στην Ελλάδα.
Το ραντάρ αντιπυροβολικού ARTHUR είναι ένα πλήρως αυτοματοποιημένο σύστημα εντοπισμού θέσεων εχθρικών όπλων καμπύλης τροχιάς (όλμων, πυροβόλων, πολλαπλών εκτοξευτών πυραύλων) και κατεύθυνσης των φίλιων πυρών Πυροβολικού. Αποτελείται από ερπυστριοφόρο όχημα παντοδαπού έδαφους Bv-206 και ρυμουλκούμενο κλωβό-φορέα του παλμικού ντόπλερ ραντάρ με δύο σταθμούς εργασίας. Έχει δυνατότητα εντοπισμού και διαχείρισης τουλάχιστον 100 στόχων ανά λεπτό, ταξινόμησής τους σε όλμους, πυροβόλα, πυραύλους και ψηφιακής μεταβίβασης των στοιχείων των εντοπισμένων στόχων μέσω Σ/Α στο Κέντρο Διεύθυνσης Πυρός της φίλιας Μονάδας Πυροβολικού για την άμεση προσβολή τους. Τα ARTHUR μπορούν να εναλλάσσουν πληροφορίες και δεδομένα μεταξύ τους, έτσι ώστε ο χρόνος εντοπισμού της επερχόμενης απειλής να μειώνεται δραστικά. Δύο από τα πλεονεκτήματα του συστήματος είναι η χαμηλή επάνδρωση τριών ατόμων, λόγω της υψηλής αυτοματοποίησης, και ο πολύ μικρός χρόνος ανάπτυξης και σύμπτηξης του συστήματος των δύο λεπτών.
Ιδανικά, το ελληνικό πυροβολικό θα προχωρούσε στην προμήθεια επιπλέον συστημάτων Arthur για την ισάριθμη αντικατάσταση των TPQ-36, καθώς και στην αναβάθμιση των υπαρχόντων (επίπεδο ARTHUR Mod.B) στο επίπεδο Arthur Mod D ή C. Η έκδοση C έχει μέγιστη εμβέλεια εντοπισμού 60 χιλιόμετρα, καλύπτει τόξο 120°, ενώ μπορεί να εντοπίσει περισσότερους από 100 στόχους το λεπτό. Η έκδοση Mod.D αυξάνει την εμβέλεια εντοπισμού στα 100 χιλιόμετρα και το ποσοστό ακρίβειας εντοπισμού στο 99,85% στο μέγιστο βεληνεκές.