Ηλεκτρονικός Πόλεμος
Στον σύγχρονο πόλεμο, η υπεροχή δεν κρίνεται μόνο στα πεδία των μαχών, αλλά και στα αόρατα μέτωπα των ηλεκτρομαγνητικών εκπομπών. Ο Ηλεκτρονικός Πόλεμος (Electronic Warfare – EW) αποτελεί έναν από τους πλέον κρίσιμους τομείς για τη στρατιωτική ισχύ, καθώς επιτρέπει την παρακολούθηση, την υποκλοπή και την παρεμβολή των επικοινωνιών του αντιπάλου. Από την αποκρυπτογράφηση εχθρικών μηνυμάτων έως την αποδιοργάνωση του δικτύου διοίκησης και ελέγχου, τα συστήματα υποκλοπών και ακρόασης τηλεπικοινωνιών παίζουν καθοριστικό ρόλο στην έκβαση ενός πολέμου.
Παρά την εξέλιξη των ψηφιακών συστημάτων ασφαλείας, οι στρατιωτικές δυνάμεις συνεχίζουν να επενδύουν σε προηγμένες τεχνολογίες παρακολούθησης και ανάλυσης επικοινωνιών. Δορυφορικές υποκλοπές, αναλύσεις ραδιοσυχνοτήτων και αλγόριθμοι τεχνητής νοημοσύνης χρησιμοποιούνται πλέον για τη συλλογή και αποκρυπτογράφηση στρατηγικών πληροφοριών. Ο έλεγχος του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος δεν αποτελεί μόνο αμυντικό μέτρο, αλλά και ένα ισχυρό όπλο επιβολής στον σύγχρονο υβριδικό πόλεμο.
Στην Ελλάδα, η ικανότητα του στρατού στον Ηλεκτρονικό Πόλεμο παραμένει στάσιμη εδώ και δεκαετίες, με τις τελευταίες προμήθειες συστημάτων υποκλοπών και παρεμβολών να χρονολογούνται από τις αρχές του 2000. Την ίδια στιγμή, άλλες χώρες, όπως η Τουρκία, έχουν επενδύσει σε εξελιγμένα συστήματα ηλεκτρονικής ακρόασης και υποκλοπής, ενισχύοντας σημαντικά την ικανότητά τους να ελέγχουν και να εκμεταλλεύονται το πεδίο των επικοινωνιών. Αυτή η διαφορά δυνατοτήτων δημιουργεί σοβαρά ερωτήματα για την επιχειρησιακή ετοιμότητα των ελληνικών δυνάμεων σε ένα περιβάλλον όπου η πληροφορία είναι το απόλυτο όπλο.
Η Οδύσεια του 2001
Τελευταία αναφορά προμήθειας υλικού έγινε στις 19 Οκτωβρίου 2001, όταν κατόπιν διαγωνισμού ανατέθηκε η Σύμβαση 027Α/01 στην ελληνική SONAK για την προμήθεια 18 Παρεμβολέων και 11 Κέντρων Ακροάσεως, συνολικής αξίας 71.979.490,09 ευρώ (χωρίς ΦΠΑ) προς κάλυψη των επιχειρησιακών αναγκών.
Σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης, με την ενεργοποίησή της στις 26 Ιουνίου 2002 χορηγήθηκε στην εταιρία ως προκαταβολή το 50% της αξίας, δηλαδή το ποσό των 34.515.605,09 ευρώ. Οι παραδόσεις του υλικού θα άρχιζαν τον Μάρτιο του 2004 και θα ολοκληρώνονταν τον Απρίλιο του 2005.
Από 22 έως 30 Ιουλίου 2004 πραγματοποιήθηκαν οι πρώτες δοκιμές, όμως σύμφωνα με το πρακτικό της επιτροπής αξιολογήσεως τα δύο συστήματα (παρεμβολέας και 1 κέντρο ακροάσεως) απέτυχαν στο να επιβεβαιώσουν τις δυνατότητες και τα χαρακτηριστικά τους, όπως αυτά περιγράφονταν στη σύμβαση. Ως εκ τούτου η Επιτροπή πρότεινε την επανάληψη δοκιμών και από τις 17 ως τις 22 Ιανουαρίου 2005 πραγματοποιήθηκαν νέες δεύτερες δοκιμές.
Παρόλα αυτά, διαπιστώθηκε ότι ο παρεμβολέας παρουσίαζε σοβαρές αποκλίσεις από τα αναγραφόμενα κριτήρια αξιολόγησης, ενώ το κέντρο ακρόασης πληρούσε μέρος των αναγραφόμενων κριτηρίων αξιολόγησης της σύμβασης αλλά έπρεπε να βελτιωθεί σε μεγάλο βαθμό το λογισμικό που υποστηρίζει και διασυνδέει τα διάφορα υποσυστήματά του.
Έτσι, στις 1 Σεπτεμβρίου 2006 η τότε Γενική Διεύθυνση Εξοπλισμών (ΓΔΕ) του ΥΠΕΘΑ διέκοψε τη σύμβαση χωρίς αιτιολόγηση. Ένα έτος αργότερα, στις 27 Νοεμβρίου 2007, η SONAK προσέφυγε σε Διαιτησία και τον Ιούλιο του 2009 το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους έδωσε το πράσινο φώς στο Υπουργείο Άμυνας να διεκδικήσει από την SONAK το ιλιγγιώδες ποσό των 593.942.226,69 Ευρώ για την ζημιά που υπέστη το Ελληνικό Δημόσιο (500 εκατ. για ηθική βλάβη του Δημοσίου).
Το Διαιτητικό Δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του με την οποία δικαιώνεται η εταιρεία, ενώ απορρίπτεται η ανταγωγή του Δημοσίου. Η πλήρης υπαιτιότητα για την μη εκτέλεση της συμβάσεως καταλογίσθηκε στο Ελληνικό Δημόσιο που υποχρεώθηκε να καταβάλει πρόστιμο 3.000.000 ευρώ (η εταιρεία προσέφυγε στη Διαιτησία διεκδικώντας 60.000.000 ευρώ).
Ο "Ηλεκτρονικός Πόλεμος" στην Ελλάδα το 21ου αιώνα
Δύο δεκαετίες αργότερα, τα ελάχιστα συστήματα Ηλεκτρονικού Πολέμου που διαθέτουν οι ελληνικές δυνάμεις είναι τεχνολογίας του ’80 και ’90, πεπερασμένων δυνατοτήτων, που αξιοποιούνται σε δύο Τάγματα Ηλεκτρονικού Πολέμου. Πρόκειται για το 471 (ΑΣΔΕΝ με υπομονάδες στα νησιά) και το 476 (Ξάνθη – Δ Σώμα Στρατού), που διαθέτουν ειδική σύνθεση αποτελούμενη από κέντρα ακρόασης, κέντρα παρεμβολών και ραδιογωνιόμετρα με σκοπό την καταγραφή εκπομπών και λήψης συνδράμοντας σε αποστολές στοχοποίησης και συλλογής πληροφοριών – έγκαιρης προειδοποίησης. Και τα δύο υπάγονται στο 1ο και 2ο Συγκρότημα Επικοινωνιών, Ηλεκτρονικού Πολέμου, Πληροφορικής και Επιτηρήσεως (2ο ΣΕΗΠΠΕΠ).
Την ίδια περίοδο, η Τουρκία προχώρησε τα δικά της διακλαδικά προγράμματα Ηλεκτρονικού Πολέμου, εμπλέκοντας την εγχώρια βιομηχανία της. Εκπονήθηκε το Πρόγραμμα Ραντάρ Νέας Γενιάς Ηλεκτρονικής Υποστηρίξεως (REDET) και το Πρόγραμμα Αποκτήσεως Δυνατότητος Ηλεκτρονικής Υποστηρίξεως & Ηλεκτρονικής Επιθέσεως. Τελικό αποτέλεσμα ήταν η ανάπτυξη και προμήθεια κινητών συστημάτων εντοπισμού, αναγνωρίσεως και ταυτοποιήσεως ηλεκτρονικών εκπομπών και συστήματα παρεμβολών για τον στρατό και την αεροπορία, ενώ δρομολογήθηκε αντίστοιχο πρόγραμμα για αερομεταφερόμενο σύστημα σε ειδικώς τροποποιημένο αεριωθούμενο αεροπλάνο.
Επικοινωνιακός εξοπλισμός
Στον τομέα των επικοινωνιών, ο ελληνικός στρατός ανανέωσε το σχετικό υλικό το 2001, όταν προμηθεύτηκε από την INTRACOM Defense 6000 ασυρμάτους TRC 9200 της οικογένειας PR4G, κόστους 132.600.000 ευρώ. Οι ασύρματοι σήμερα αποτελούνται από τις σειρές TRC (9200- 9203), VRC-83 και TRC 3600, με δυνατότητα κρυπτασφάλισης και αναπήδησης συχνότητας. Οι Μοίρες MLRS και οι Πυροβολαρχίες Παρατηρήσεως διαθέτουν επίσης σύγχρονους ασυρμάτους σειράς SINCGARS και HARRIS, επίσης με δυνατότητα αναπήδησης συχνότητας και κρυπτοασφαλίσεως.
Στις 7 Μαρτίου 2003, υπογράφηκε σύμβαση ύψους 16.110.000 ευρώ με την INTRACOM για την προμήθεια 541 Σταθμών Ασυρμάτου HF-SSB τύπου TRC 3600-3, για την κάλυψη των επικοινωνιακών αναγκών στη ζώνη συχνοτήτων HF. Ο εν λόγω σταθμός ασυρμάτου κατασκευάστηκε στις εγκαταστάσεις της INTRACOM, σε συνεργασία με την Γαλλική εταιρία THALES Communication.