"Ητα νε λοιπόν κάποτε ο Θεός, και αποφάσισε να μοιράσει τη γή στους λαούς του κόσμου. Έστειλε λοιπόν τους αγγέλους του σε όλους τους λαούς, και τους προσκάλεσε να έρθουν για να παραλάβουν τη γή τους.
Φτάσανε λοιπόν όλοι οι λαοί, μαύροι, κινέζοι, ινδιάνοι, Άραβες, Σκανδιναβοί κλπ, και τελευταίοι απ'όλους φτάσανε κι οι Έλληνες. Είδαν η ουρά ήταν χιλίμετρα, "Πώρε παιδιά, τι κάνουμε τώρα; θα περιμένουμε εδώ όλη μέρα; "
"Όχι ρε τρελός είσαι; ! Πάμε για κανα τσίπουρο και πιό μετα ξανα ερχόμαστε!"
Έτσι λοιπόν κι έγινε, πήγανε και οι τρείς τους σε μία ταβέρνα και αρχίσανε τα τσίπουρα. Και δώστου στην υγειά μας, και άντε για το καλό, και άντε παλι δώστου στην υγειά μας κλπ. Μεχρι που ήρθαν και έγιναν πουρέδες, νυχτωσε έξω. "Ρε *****! Στο θεό ξεχασαμε να πάμε!" "Πώωωωωωρε φίλε! Τρεξτε γρήγορα!".
Μεθυσμένοι όπως ήταν κίολας, τρέχανε απο΄δω κι απο κεί, πέφταν κάτω, ξανασηκώνονταν. Τελικά φτανουν στον θεό λαχανιασμένοι...
"ΠΟΥ ΕΙΣΤΕ ΩΡΕ ΕΛΛΗΝΕΣ; ! ΠΟΥ ΣΤΟ ΚΑΛΟ ΗΣΑΣΤΑΝ ΟΛΗ ΜΕΡΑ; !"
(ρωτάει ο θεός)
"Ε... να... εμεις είχαμε έρθει τελευταίοι... και... πηγαμε για κανενα τσιπουράκι... μεχρι να φύγει ο πολύς ο κόσμος"
"ΣΚΑΤΑ ΣΤΑ ΜΟΥΤΡΑ ΣΑΣ! Ο ΚΟΣΜΟΣ ΟΛΟΣ ΠΗΡΕ ΓΗ, ΚΑΙ ΕΣΕΙΣ ΔΕ ΠΗΡΑΤΕ! ΤΩΡΑ ΤΗΝ ΜΟΙΡΑΣΑ ΟΛΗ ΤΗΝ ΓΗ! ΔΕΝ ΕΧΩ ΑΛΛΗ, ΝΑ ΦΥΓΕΤΕ ΑΠΟ ΔΩ! ΜΠΡΟΣ..."
Οι Έλληνες μείνανε εμβρόντητοι! χασαν τη μιλιά τους, τα πόδια τους λύγισαν και κόπηκε η ανάσα τους! Έφυγαν όμμως με το κεφάλι ψηλά, δεν κλάψανε. Ο θεός, τους είδε έτσι ράκους και καταστεναχωρημένους και λυπήθηκε, ένας κόμπος στάθηκε στο λαιμό του και τα μάτια του αρχισαν να βουρκώνουν.
"ΕΛΑΤΕ ΠΙΣΩ! ΕΛΑΤΕ ΠΙΣΩ! (φώναξε ο θεός)
ο θεός τους κοίταξε με συμπόνοια
"Ξερετε, είπα τους αγγέλους μου να μου κρατήσουν το καλύτερο κομμάτι της γής για μένα, αλλα πάρτε το δικό σας, χαλάλι σας."
Έτσι οι Έλληνες έφυγαν καταχαρούμενοι για την καινούρια τους γη ευχαριστώντας το θεό για πάντα..."
Όταν ακούω αυτή την Ιστορία, ή την λέω, πάντα στο τέλος βουρκώνουνε τα μάτια μου.

Ελπίζω να σας άρεσε...