Στρατιωτικό καθεστώς νησιών

Το στρατιωτικό καθεστώς των ελληνικών νησιών του Αν. Αιγαίου δεν είναι ενιαίο και διέπεται από διαφορετικές Διεθνείς Συμφωνίες: για τα νησιά Λήμνο και Σαμοθράκη από τη Σύμβαση της Λωζάννης για τα Στενά του 1923, η οποία αντικαταστάθηκε με τη Σύμβαση του Montreux του 1936, για τα νησιά Μυτιλήνη, Χίο, Σάμο και Ικαρία από τη Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάννης του 1923 και για τα Δωδεκάνησα από τη Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων του 1947.

Η Τουρκία είναι η μόνη χώρα που ζητεί την αποστρατικοποίηση των "νήσων του Ανατολικού Αιγαίου" χωρίς καμία διάκριση, παραβλέποντας σκοπίμως ότι τα ελληνικά αυτά νησιά διέπονται από διαφορετικά καθεστώτα όσον αφορά στους εξοπλισμούς. Παράλληλα, το 2021 ο Τούρκος Μόνιμος Αντιπρόσωπος στα Ηνωμένα Έθνη απέστειλε δύο επιστολές προς τον Γενικό Γραμματέα εγείροντας καινούργια θέματα. Για πρώτη φορά, η Τουρκία προέβαλε τον ισχυρισμό ότι επειδή παραβιάζεται το καθεστώς της αποστρατιωτικοποίησης των νησιών δεν εκπληρώνεται ο όρος που είχε τεθεί ώστε να παραμείνουν αυτά στην κυριαρχία της Ελλάδας!

Το καθεστώς των ελληνικών νησιών σύμφωνα με την Τουρκία

Πιο συγκεκριμένα, με επιστολές στις 13 Ιουλίου κι 20 Σεπτεμβρίου 2021 ο Τούρκος πρέσβης προέβαλε δύο επιχειρήματα:

  • Η Ελλάδα παραβιάζει το ισχύον κατά την Τουρκία, συμβατικό καθεστώς της αποστρατιωτικοποίησης. Συνεπεία αυτής της παραβίασης η παρουσία ελληνικού στρατού στα νησιά συνιστά απειλή για την ασφάλεια της Τουρκίας. Έτσι επιβεβαιώνει ότι έχει λόγο να επικαλείται το καθεστώς αποστρατιωτικοποίησης όλων ανεξαιρέτως των νησιών
  • Επειδή η Ελλάδα παραβιάζει την αποστρατιωτικοποίηση, δεν εκπληρώνεται ο όρος με τον οποίο παραχωρήθηκε η κυριαρχία των νησιών

Λήμνος και Σαμοθράκη

Η αποστρατικοποίηση των ελληνικών νησιών Λήμνου και Σαμοθράκης- η οποία μαζί με την αποστρατικοποίηση των Δαρδανελλίων, της Θάλασσας του Μαρμαρά και του Βοσπόρου, καθώς επίσης και των τουρκικών νησιών Ίμβρου (Gokceada), Τενέδου (Bozcaada) και Λαγουσών (Tavcan), αρχικώς προεβλέπετο από τη Σύμβαση της Λωζάννης για τα Στενά του 1923 -καταργήθηκε από τη Σύμβαση του Montreux του 1936- η οποία, όπως ρητώς μνημονεύεται στο προοίμιό της αντικατέστησε στο σύνολό της την προαναφερόμενη Σύμβαση της Λωζάννης.

Το δικαίωμα της Ελλάδας να εξοπλίσει τη Λήμνο και τη Σαμοθράκη αναγνωρίσθηκε από την Τουρκία, σύμφωνα και με την επιστολή που απηύθυνε στον έλληνα Πρωθυπουργό στις 6 Μαΐου 1936 ο τότε Τούρκος Πρέσβης στην Αθήνα Roussen Esref, κατόπιν οδηγιών της Κυβέρνησής του. Η Τουρκική Κυβέρνηση επανέλαβε αυτή τη θέση, όταν ο τότε Υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας, Rustu Aras, απευθυνόμενος προς την Τουρκική Εθνοσυνέλευση με την ευκαιρία της κύρωσης της Συμβάσεως του Montreux, αναγνώρισε ανεπιφύλακτα το νόμιμο δικαίωμα της Ελλάδας να εγκαταστήσει στρατεύματα στη Λήμνο και τη Σαμοθράκη, με τις εξής δηλώσεις του: "Οι διατάξεις που αφορούν τις νήσους Λήμνο και Σαμοθράκη, οι οποίες ανήκουν στη γειτονική μας και φιλική χώρα Ελλάδα και είχαν αποστρατικοποιηθεί κατ' εφαρμογήν της Σύμβασης της Λωζάννης του 1923, επίσης καταργήθηκαν με τη νέα Σύμβαση του Montreux και αυτό μας ευχαριστεί ιδιαίτερα".

Μυτιλήνη, Χίος, Σάμος και Ικαρία

Όσον αφορά στα προαναφερόμενα νησιά, πουθενά στη Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάννης δεν προβλέπεται ότι αυτά θα τελούν υπό καθεστώς αποστρατικοποιήσεως. Η Ελληνική Κυβέρνηση αναλαμβάνει μόνον την υποχρέωση, σύμφωνα με το Aρθρο 13 της Συνθήκης Ειρήνης της Λωζάννης, να μην εγκαταστήσει εκεί ναυτικές βάσεις ή οχυρωματικά έργα. Ειδικότερα, το ανωτέρω άρθρο προβλέπει ότι "Προς εξασφάλισιν της ειρήνης, η Ελληνική Κυβέρνησις υποχρεούται να τηρή εν ταις νήσοις Μυτιλήνη, Χίω, Σάμω και Ικαρία τα ακόλουθα μέτρα:

  • Αι ειρημέναι νήσοι δεν θα χρησιμοποιηθώσιν εις εγκατάστασιν ναυτικής βάσεως ή εις ανέργερσιν οχυρωματικού τινος έργου
  • Θα απαγορευθεί εις την Ελληνικήν στρατιωτικήν αεροπλοίαν να υπερίπταται του εδάφους της ακτής της Ανατολίας. Αντιστοίχως, η Οθωμανική Κυβέρνησις, θα απαγορεύση εις την στρατιωτικήν αεροπλοϊαν αυτής να υπερίπταται των ρηθεισών νήσων
  • Αι ελληνικαί στρατιωτικαί δυνάμεις εν ταις ειρημέναις νήσοις θα περιορισθώσι εις τον συνήθη αριθμόν των δια την στρατιωτικήν υπηρεσίαν καλουμένων, οίτινες δύνανται να εκγυμνάζωνται επί τόπου, ως και εις δύναμιν χωροφυλακής και αστυνομίας ανάλογον προς την εφ' ολοκλήρου του ελληνικού εδάφους υπάρχουσαν τοιαύτην"

Πέραν των ανωτέρω, θα πρέπει να επισημανθεί ότι η Ελλάδα, όπως οποιαδήποτε χώρα στον κόσμο, δεν παραιτήθηκε ποτέ από το φυσικό της δικαίωμα για άμυνα σε περίπτωση απειλής στρεφομένης κατά των νησιών της ή οποιουδήποτε άλλου μέρους της επικράτειάς της. Ιδιαίτερα κατά τη στιγμή που υπάρχουν επαρκείς αποδείξεις για «επικείμενη απειλή» και πολύ περισσότερο «απειλή χρήσης βίας» από την Τουρκία, η οποία συνιστά ευθεία παραβίαση των διατάξεων του άρθρου 2 παρ. 4 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ. Το δικαίωμα αυτοάμυνας της Ελλάδας θεμελιώνεται στις διατάξεις του άρθρου 51 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ, οι οποίες καθιερώνουν –και μάλιστα ως jus cogens- το δικαίωμα της «νόμιμης άμυνας» Κράτους-Μέλους του ΟΗΕ.

Πρόσθετη απόδειξη για την ις για «επικείμενη απειλή» και την «απειλή χρήσης βίας» συνιστά τόσο το «casus belli» της Τουρκίας, ως προς την επέκταση της Αιγιαλίτιδας Ζώνης της Ελλάδας όσο και ο σχηματισμός της λεγόμενης τουρκικής «Στρατιάς του Αιγαίου», τον Ιούλιο του 1975, και μάλιστα με πολυάριθμες αμφίβιες δυνάμεις. Πρόκειται για μετεξέλιξη και μετονομασία της 4ης Στρατιάς (4. Ordu) της Τουρκίας, η οποία εδρεύει στην Σμύρνη και, στην πραγματικότητα, έχει οργανωθεί προκειμένου να εκπαιδεύει τον τουρκικό στρατό για ενδεχόμενη επίθεση εναντίον των Ελληνικών Νησιών του Αιγαίου.

Νησιά Ν.Α. Αιγαίου (Δωδεκάνησα)

Τα Δωδεκάνησα παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα "κατά πλήρη κυριαρχία" από τη Σύμβαση Ειρήνης των Παρισίων, μεταξύ Ιταλίας και Συμμάχων, τον Απρίλιο του 1947. Περαιτέρω, οι διατάξεις της εν λόγω Συνθήκης προβλέπουν την αποστρατικοποίηση των νήσων αυτών: "Αι ανωτέρω νήσοι θα αποστρατιωτικοποιηθώσι και θα παραμείνωσιν αποστρατιωτικοποιημέναι". Στα Δωδεκάνησα υφίστανται ορισμένες δυνάμεις εθνοφυλακής, οι οποίες έχουν δηλωθεί σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από τις διατάξεις της CFE. Η Τουρκία ισχυρίζεται ότι η Ελλάδα παραβιάζει τις προβλέψεις της Συνθήκης των Παρισίων. Τρεις σημαντικοί παράμετροι θα πρέπει, εν τούτοις, να ληφθούν υπόψη σχετικώς:

  • Το γεγονός ότι η Τουρκία δεν αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος σε αυτήν τη Συνθήκη, η οποία, επομένως, αποτελεί "res inter alios acta" γι' αυτήν, δηλαδή ζήτημα που αφορά άλλον. Σύμφωνα δε με το άρθρο 34 της Συνθήκης της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών, "μια συνθήκη δεν δημιουργεί υποχρεώσεις ή δικαιώματα για τρίτες χώρες"
  • Το γεγονός ότι η επιβολή του καθεστώτος αποστρατικοποίησης στα Δωδεκάνησα έγινε μετά από αποφασιστική παρέμβαση της Σοβιετικής Ένωσης και απηχεί τις πολιτικές σκοπιμότητες της Μόσχας εκείνη τη χρονική περίοδο. Θα πρέπει ωστόσο να επισημανθεί ότι τα καθεστώτα αποστρατικοποίησης έχασαν το λόγο ύπαρξής τους με τη δημιουργία των συνασπισμών του ΝΑΤΟ και του Συμφώνου της Βαρσοβίας, ως ασύμβατα με τη συμμετοχή χωρών σε στρατιωτικούς συνασπισμούς.

Στα πλαίσια αυτά, το καθεστώς της αποστρατικοποίησης έπαψε να εφαρμόζεται για τα ιταλικά νησιά Panteleria, Lampedusa, Lampione και Linosa, καθώς και για τη Δ. Γερμανία από τη μια πλευρά, και τη Βουλγαρία, Ρουμανία, Αν. Γερμανία, Ουγγαρία και Φιλανδία από την άλλη πλευρά. Είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι κατά την παρούσα περίοδο, που χαρακτηρίζεται από γενική ύφεση, η Τουρκία θα μπορούσε να απαιτεί μονομερή αποστρατικοποίηση στα πλαίσια της Ατλαντικής Συμμαχίας.

Η ΝΑΤΟϊκή άποψη για την αποστρατικοποίηση

Το 1957, η Τουρκία αποφάσισε να εγείρει για πρώτη φορά το ζήτημα της αποστρατιωτικοποίησης, στηριζόμενη στη Συνθήκη των Παρισίων του 1947 με την οποία παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα τα Δωδεκάνησα. Το δε αίτημα της Αγκυρας έγινε δεκτό από τον λόρδο Ισμέι, απόφαση που άνοιξε τον δρόμο τόσο για τις λεγόμενες Οδηγίες Λουνς (Luns Rulings) του 1980 – με σημείο τριβής τη Λήμνο – αλλά και την Οδηγία Πολιτικής για τα Νησιά του Αιγαίου (Aegean Islands’ Policy Guidance) του 2006, με την οποία η ίδια η Συμμαχία ουσιαστικά «γκρίζαρε» μεγάλο μέρος του Αιγαίου.

Η επιστολή Ισμέι τιτλοφορείται «Υποδομές Λέρου» (Leros Infrastructures) και αφορά στα ζητήματα των νατοϊκών υποδομών που περιλαμβάνουν την κατασκευή υπογείων αποθηκευτικών εγκαταστάσεων για καύσιμα (POL) και πυρομαχικών, καθώς και έναν τερματικό σταθμό ραδιοτηλεπικοινωνιών στη Λέρο. Ο τότε γενικός γραμματέας της Συμμαχίας καθόρισε τις παρακάτω προϋποθέσεις για τη συνέχιση των έργων:

  • καμία ναυτική, αεροπορική ή στρατιωτική μονάδα δεν θα έχει βάση ή θα σταθμεύει στο νησί σε καιρό ειρήνης και ούτε η βάση θα χρησιμοποιείται για ελιγμούς
  • οι εγκαταστάσεις θα πρέπει να συντηρούνται αποκλειστικά από πολιτικό προσωπικό
  • καμία από τις κατασκευές στη Λέρο δεν θα είναι φανερά στρατιωτική
  • ο σταθμός σημάτων (ραδιοσταθμός αναμετάδοσης Αθήνας – Λέρου) μπορεί να ολοκληρωθεί και δεν υπάρχει ένσταση στη χρήση του
  • δεν υπάρχει ένσταση στην ολοκλήρωση των εγκαταστάσεων αποθήκευσης καυσίμων. Σκάφη του Πολεμικού Ναυτικού όμως δεν μπορούν να χρησιμοποιούν το νησί ως σημείο εφοδιασμού και κάθε αναγκαία εργασία θα πρέπει να πραγματοποιείται με την αποστολή τάνκερ για τη μεταφορά καυσίμων αλλού
  • η αποθήκη πυρομαχικών μπορεί να ολοκληρωθεί, αλλά πυρομαχικά δεν μπορούν να αποθηκευθούν εκεί σε καιρό ειρήνης

Η έκβαση της υπόθεσης της Λέρου δεν υπήρξε ένα μεμονωμένο γεγονός. Επόμενο χτύπημα ήταν οι περιώνυμες πλέον «Οδηγίες Λουνς». Στις 8 Μαΐου 1980, ο τότε γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, ο Ολλανδός Γιόζεφ Λουνς, έστειλε μία επιστολή στον ανώτατο διοικητή των Συμμαχικών Δυνάμεων στην Ευρώπη (SACEUR), στρατηγό Μπέρναρντ Ρότζερς, η οποία συνοδευόταν από επιστολή και προς τους μονίμους αντιπροσώπους των κρατών-μελών. Στην επιστολή του ο Λουνς αναφέρεται στην πρόταση για συμπερίληψη στο Μερίδιο 32 του Προγράμματος Υποδομών «μίας εγκατάστασης επικοινωνιών στη νήσο Λήμνο ώστε να ενταχθεί σύστημα NATO Air Defense Ground Environment (NADGE). Το SHAPE (το στρατιωτικό αρχηγείο του ΝΑΤΟ) σωστά επεσήμανε τα νομικά ζητήματα που εγείρονται σε σχέση με τη μελέτη και τη διευθέτησή του. Αυτή η υπόθεση παρέχει την ευκαιρία να επαναβεβαιωθεί ένα σημείο αρχής που καθιερώθηκε ήδη από το 1957 με τη δημοσίευση της ΡΟ/57/142 (πρόκειται για τον αριθμό πρωτοκόλλου της επιστολής Ισμέι). Αναφέρομαι φυσικά στην ανάγκη να εκπληρωθούν, όσο αυτό είναι εφικτό, οι στρατιωτικές ανάγκες του ΝΑΤΟ, ενώ κατά την ίδια στιγμή να αποφευχθούν νομικά ζητήματα που αφορούν διευθετήσεις Συνθηκών μεταξύ μελών της Συμμαχίας, τα οποία δεν βρίσκονται εντός της δικαιοδοσίας του ΝΑΤΟ να κρίνει νομικά ή να επιλύσει. Το έργο που αφορά τη Λήμνο και αναφέρθηκε άνωθεν αντιπροσωπεύει μία τέτοια κατάσταση».

Σειρά ελληνικών κυβερνήσεων προσπάθησαν να άρουν τους περιορισμούς των «Luns Rulings», αλλά επί ματαίω. Την επιστολή Λουνς ακολούθησε έτερη επιστολή, αυτή τη φορά του ναυάρχου Ουίλιαμ Κρόου, διοικητή του Συμμαχικού Στρατηγείου Νότιας Ευρώπης με έδρα τη Νάπολη και ημερομηνία 3 Σεπτεμβρίου 1981 προς τον έλληνα Α/ΓΕΕΘΑ, με την οποία επανεπιβεβαιώνεται η αρχή που εμπεριέχεται στις επιστολές Ισμέι και Λουνς. Η κατάσταση είχε εμπεδωθεί και αξίζει να σημειωθεί ότι ακόμη και μετά την υπόθεση της Λέρου, ελήφθησαν ανάλογες αποφάσεις που αφορούσαν υποδομές του ΝΑΤΟ που είχαν ληφθεί το 1965 και το 1968 και σχετίζονταν, ξανά, με τη Λήμνο.

Η εικόνα ολοκληρώθηκε το 2006, όταν οι συνεχιζόμενες ελληνοτουρκικές τριβές σε σχέση όχι μόνο με έργα υποδομών αλλά και με τον σχεδιασμό ασκήσεων προκάλεσαν την παρέμβαση του τότε SACEUR, στρατηγού Τζέιμς Τζόουνς, ο οποίος εξέδωσε στις 15 Αυγούστου 2006 την «Οδηγία Πολιτικής του SHAPE για τα Νησιά του Αιγαίου». Τα βασικά σημεία της οδηγίας είναι ότι «εκείνα τα νησιά του Αιγαίου, των οποίων το καθεστώς στρατιωτικοποίησης περιορίζεται από Συνθήκες, δεν θα χρησιμοποιούνται κατά τη διάρκεια ασκήσεων ή άλλων δραστηριοτήτων του ΝΑΤΟ εν καιρώ ειρήνης». ενώ για τη «μοναδική περίπτωση» της Λήμνου, ο SACEUR επαναβεβαίωσε ότι «με βάση προηγούμενη οδηγία του γενικού γραμματέα και πολιτικές και διαδικασίες του SHAPE που υιοθετήθηκαν και με συνέπεια εφαρμόστηκαν από τη δεκαετία του 1980» ισχύουν τα κάτωθι:

  • Εργα στη Λήμνο δεν θα υποβληθούν για νατοϊκή χρηματοδότηση
  • Ασκήσεις και άλλες νατοϊκές δραστηριότητες εν καιρώ ειρήνης δεν θα διεξαχθούν χρησιμοποιώντας τη Λήμνο και τις δυνάμεις ή τις εγκαταστάσεις σε αυτήν
  • Δυνάμεις στη Λήμνο οι οποίες προσφέρθηκαν στο ΝΑΤΟ θα συμπεριληφθούν σε συμμαχικές επιχειρήσεις (ACO ORBAT), αλλά ο SACEUR δεν θα αναλάβει τη διοίκηση αυτών των δυνάμεων μέχρι ένταση ή κρίση ενεργοποιήσουν το σύστημα συναγερμού του ΝΑΤΟ
  • Εφόσον απαιτηθεί με βάση εμπεριστατωμένη στρατιωτική εκτίμηση, η Λήμνος και/ή οι δυνάμεις και οι εγκαταστάσεις της ίσως χρησιμοποιηθούν στον ενδεχόμενο πολεμικό σχεδιασμό

Συζήτηση στο forum

Το άρθρο συνεχίζεται...

Ηλεκτρολόγος Δημήτρης Ανθής