Προβλήματα και καθυστερήσεις

Το πρόγραμμα αναβάθμισης των ελληνικών F-4 αντιμετώπισε ευθύς εξαρχής τεράστιες καθυστερήσεις, ενώ δεν έλλειψαν και οι υπερβάσεις στον αρχικό προύπολογισμό. Στην πραγματικότητα, πολλοί ήταν εκείνοι που υποστήριξαν ότι η απόφαση για τον εκσυγχρονισμό πάρθηκε με καθυστέρηση μίας δεκαετίας, αφού άλλοι χρήστες του αεροσκάφους, όπως η Γερμανία και το Ισραήλ, είχαν προχωρήσει στην αναβάθμιση των δικών τους F-4 ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 ή τις αρχές της δεκατίας του 1990.

Παρόλα αυτά, οι υπεύθυνοι του προγράμματος στην Ελλάδα αλλά και οι συνεργαζόμενες εταιρείες του εξωτερικού διατήρησαν την αισιοδοξία τους ότι τελικά οι εργασίες θα ολοκληρωνόταν σύντομα με επιτυχία. Η αισιοδοξία αυτή σύντομα κατέρρευσε, αφού η ΠΑ διαπίστωσε ατέλειες στον εκσυγχρονισμό, αρνήθηκε την παραλαβή των αναβαθμισμένων αεροσκαφών και προχώρησε σε παύση πληρωμών. Το αεροπορικό ατύχημα στις 26/6/2002 ισχυροποίησε τις φωνές που είχαν ήδη αρχίσει να ακούγονται, οι οποίες μιλούσαν για οριστική εγκατάλειψη του προγράμματος, κάτι που τελικά δεν έγινε. Σε κάθε περίπτωση, η σημαντική καθυστέρηση του προγράμματος καθιστά τα μαχητικά αυτά παρωχημένα, ενώ όσο ο διεθνής στόλος των Phantom μειώνεται, τόσο πιο δύσκολη και δαπανηρή θα γίνεται η διατήρηση του τύπου σε ελληνική υπηρεσία.

Φωτογραφίες: 1 - 2 - 3 - 4 - Μεταφορά AFDS

Σκέψεις για εγκατάλειψη του προγράμματος

"Don't spend good money after bad money" υποστηρίζει ένα αμερικανικό γνωμικό, δηλαδή μην συνεχίζεις να ξοδεύεις χρόνο και χρήμα για κάτι που είναι καταδικασμένο. Κάπως έτσι θα πρέπει να σκεφτόταν και η ελληνική κυβέρνηση, που για μεγάλο χρονικό διάστημα προχώρησε στην αναστολή των πληρωμών μέχρις ότου υλοποιηθούν οι όροι της σύμβασης, ενώ παράλληλα επιφυλάχθηκε για την άσκηση κάθε νόμιμου δικαιώματός της, συμπεριλαμβανομένης και της πρόβλεψης να κηρυχθεί έκπτωτος ο ανάδοχος. Ουσιαστικά, το πρόγραμμα γρήγορα καθηλώθηκε στην Φάση Ι του εκσυγχρονισμού, αφού απέμεναν τουλάχιστον 8 σημεία που έχρηζαν βελτιώσεων. Έτσι, ενώ η EADS είχε λάβει πληρωμές που αντιστοιχούσαν στο 32% του ύψους της σύμβασης, είχε εκτελέσει έργο που υπερέβαινε το 85%. Η εταιρεία είχε μάλιστα προωθήσει στο ΓΕΑ - για πολλούς μήνες - τιμολόγια που αφορούσαν σε παραδόσεις υλικών και υπηρεσιών ύψους 60.000.000 ευρώ, για τα οποία δεν είχε πληρωθεί, γεγονός που είχε εξοργίσει τους υπεύθυνους της εταιρείας που υποστήριζαν ότι η EADS είχε υλοποιήσει το "πνεύμα" και βρισκόταν πολύ κοντά στην υλοποίηση του "γράμματος" της συμφωνίας.

Συνέχιση του προγράμματος

Τον Μάιο του 2002 οι δυσκολίες ξεπεράστηκαν, αφού το πρωτότυπο αεροσκάφος γνωστό και ως "Princess of Andravida" διεξήγαγε δοκιμές όπλων αέρος-αέρος και αέρος-εδάφους. Οι δοκιμές αυτές ολοκλήρωσαν τη Φάση Ι του προγράμματος αναβάθμισης, ξεκινώντας τη Φάση ΙΙ που αφορά στις αποστολές κρούσης. Με τον τρόπο αυτό απελευθερώθηκαν τα σχετικά κονδύλια προς την EADS, ενώ επιτράπηκε η υποβολή της τελικής πρότασης FOCR (τελικό πιστοποιητικό επιχειρησιακής αποδέσμευσης).

Την Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου 2002, στις εγκαταστάσεις της Ελληνικής Αεροπορικής Βιομηχανίας στην Τανάγρα, πραγματοποιήθηκε η τελετή παράδοσης στην Πολεμική Αεροπορία του πρώτου αεροσκάφους παραγωγής του προγράμματος, του "01507", ενώ ήδη στην 117 ΠΜ στην Ανδραβίδα βρίσκονταν άλλα τρία αναβαθμισμένα αεροσκάφη, μεταξύ των οποίων και το αρχικό "Princess of Andravida" (01523). Οι παραδόσεις των αεροσκαφών συνεχίστηκαν με ρυθμό δύο αεροσκαφών το μήνα και το πρόγραμμα ολοκληρώθηκε την άνοιξη του 2004. Τα F-4E PI 2000 διακρίνονται εύκολα από τις τέσσερις κεραίες του συστήματος IFF AN/APX-113 εμπρός από το κόκπιτ του αεροσκάφους, καθώς και από τη μετακίνηση της κεραίας του συστήματος αυτοπροστασίας DIAS στο κάλυμμα του πυροβόλου εμπρός από το ριναίο σκέλος. Τα αναβαθμισμένα αεροσκάφη εξόπλισαν τις 338 και 339 Μοίρες, από τις οποίες η μεν πρώτη ανέλαβε την κρούση με δευτερεύουσα αποστολή την αναχαίτιση, ενώ στη δεύτερη οι ρόλοι αντιστρέφονται.

Μετά την ολοκλήρωση του ατρακτιδίου σκόπευσης Lightening ΙΙ, η Πολεμική Αεροπορία προχώρησε στην πιστοποίηση του βλήματος αερομαχίας IRIS-T, 350 μονάδες του οποίου παραγγέλθηκαν (με προαίρεση για 150 επιπλέον), καθώς και του συστήματος σκοπευτικού επί του κράνους του χειριστού της ισραηλινής εταιρείας Elbit. Παράλληλα, τα αεροσκάφη απέκτησαν τη δυνατότητα μεταφοράς και άλλων προηγμένων όπλων αέρας-εδάφους, εκτός του συστήματος διανομής υποπυρομαχικών AFDS, όπως του βλήματος AGM-65G Maverick, της καθοδηγούμενης με λέιζερ βόμβας GBUZ4, της διατρητικής βόμβας BLU-109, αλλά και του βλήματος Popeye, το οποίο μπορούν να φέρουν και τα τουρκικά F-4 2020. Εκτός των άλλων, n EADS είχε προτείνει την αναβάθμιση των συστημάτων αυτοπροστασίας ALR-66/DIAS των αεροσκαφών, αλλά και την χορήγηση ανταλλακτικών από τα F-4 της γερμανικής αεροπορίας που αποσύρονται από την ενεργό υπηρεσία.

Σουηδικοί AFDS

Υποστρατηγικά γαλλικά όπλα αέρος - εδάφους SCALP EG
AFDS
Μήκος3,5 μ
Διάμετρος0,9 μ
Βάρος680 κιλά
Εμβέλεια26 χλμ
ΚαθοδήγησηGPS/INS
Πολεμικές κεφαλές395 κιλά - 24 βομβίδια RCB (Runway Cratering Bomb) βάρους

Το σύστημα αναπτύχθηκε από τη σουηδική Bofors, με κωδικό MW1, ενώ η εμπορική ονομασία ήταν DWS-39. Το σύστημα AFDS (Autonomous Free Flight Dispenser System) εξοπλίζει πλέον μόνο την 338 Μοίρα κρούσης των F-4E Peace Icarus της 117 ΠΜ, καθώς το δεύτερο σκάφος - φορέας στο ελληνικό οπλοστάσιο, το αεροσκάφος A-7, αποσύρθηκε από την ενεργό υπηρεσία το 2014.

Τα AFDS ανεμοπορούν προς το στόχο και η ακτίνα δράσης τους εξαρτάται από το ύψος άφεσης του όπλου. Εν συνεχεία, το όπλο διανέμει βομβίδια που καταστρέφουν τον αεροδιάδρομο και εξουδετερώνουν για κρίσιμο χρονικό διάστημα την αεροπορική δραστηριότητα της βάσης. Στα πλεονεκτήματα του όπλου συγκαταλέγεται ο δύσκολος εντοπισμός του εξαιτίας του μηδενικού υπέρυθρου ίχνους, αφού δεν έχει κινητήρα.

Γ.Ανδρουλάκης - 09 Οκτωβρίου 2002

Ηλεκτρολόγος Δημήτρης Ανθής